- φατνωτός
- η , όν архит. кессонный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατνωτός — ή, ό / φατνωτός, ή, όν, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] διακοσμημένος με φατνώματα … Dictionary of Greek
φατνωτός — ή, ό αυτός που έχει φατνώματα (βλ. λ.), που είναι διακοσμημένος με φατνώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνωτῶν — φατνωτός coffered fem gen pl φατνωτός coffered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνωτόν — φατνωτός coffered masc acc sg φατνωτός coffered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνωματικός — ή, όν, Α [φάτνωμα, ώματος] φατνωτός … Dictionary of Greek